- χθονόπαις
- χθονο-παις, ὁ, ἡ,A earth-born, child of earth,
Ὥρα Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ὥρα Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χθονόπαις — παιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει γεννηθεί από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + παῖς (πρβλ. οὐρανό παις)] … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek